ξύμπαντας

ξύμπαντας
σύμπας
all together
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κεφαλαιώνω — (Α κεφαλαιῶ, όω, Μ κεφαλαιώνω) [κεφάλαιο] αναφέρω ή εκθέτω συνοπτικά κάτι, επαναλαμβάνω περιληπτικά, ανακεφαλαιώνω, συγκεφαλαιώνω («κεφαλαιώσαντες πρὸς τοὺς ξύμπαντας τὰς διαγνώμας ποιήσησθε», Θουκ.) νεοελλ. συγκεντρώνω χρήματα για σχηματισμό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”